- κρείων
- κρείων και κρέων, -οντος, ο, θηλ. κρείουσα και κρέουσα, δωρ. θηλ. κρείοισα)(για βασιλείς, ηγεμόνες και θεούς) άρχοντας, κύριος, δεσπότης («ὦ πάτερ ἡμέτερε, Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέων, με μετρική έκταση. Συνδέεται με αβεστ. srayah- και αρχ. ινδ. śreyas- που είναι τ. συγκριτικού βαθμού με σημ. «επικρατέστερος, ενδοξότερος». Έτσι και τα κρέων/κρείων θα πρέπει να θεωρηθούν τ. συγκριτικού βαθμού και όχι μετοχές, όπως τά θεωρούσαν οι αρχαίοι. Η κλίση τους σε -ων, -οντος είναι υστερογενής, κατ' αναλογίαν προς τα ἄρχων, μέδων κ.λπ.ΣΥΝΘ. αρχ. ευθυκρέων, θεμισκρέων].
Dictionary of Greek. 2013.